- επαλλάξ
- ἐπαλλάξ (Α)επίρρ.1. εναλλάξ, σταυρωτά2. αμοιβαία, εναλλάξ, κατά διαδοχική επανάληψη, «ἐκ περιτροπής».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαλλάξ — crosswise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)